Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEif8aN6bMdIAHZYJfFK33T0j14_ronO6Jt6ed4SyDgmNATluAlum1ya3ugZAkJ8i5F3-4y3Bpj12S5rIghqjFs3x43uX0MDPhfnkettZFrJSOy46tg1V0TJn8YGZ3BFvUKGU0FPuB_FnpA/s1600/EIKONES.jpgἈρχή Τριωδίου-Ἀρχή πνευματικῶν ἁγώνων.
Α΄ Εἰσαγωγικά
  Μ

έ τήν Παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου πού διαβάσθηκε τήν περασμένη Κυριακή 9η Φεβρουαρίου 2014, ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σέ μία λειτουργική Περίοδο πού εἶναι γνωστή ὡς ἡ εὐλογημένη Περίοδος τοῦ Τριωδίου. Ὀνομάζεται ἡ Περίοδος αὐτή ἔτσι, διότι ἀπό τήν Κυριακή αὐτή μέχρι καί τήν νύκτα τοῦ Μεγ. Σαββάτου, στἀ ἀναλόγια τῶν Ἱερῶν Ναῶν ὑπάρχει ἕνα ἀκόμη λειτουργικό βιβλίο, τό ὁποῖο ὀνομάζεται Τριώδιο. Αὐτή εἶναι ἡ μία ἐκδοχή τῆς ὀνομσίας τῆς Περιόδου αὐτῆς, ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη  ἐκδοχή, ὅτι δηλαδή στούς κανόνες τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, ἀντί τῶν έννέα ὡδῶν, αὐτήν τήν περίοδο  διάβάζονται τρείς μόνο ὡδές καί ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ ἐτυμολογία  τῆς λέξεως Τρι-ώδιον.
          Διαιρεῖται σέ δύο μέρη:  α) Οἱ τέσσερες πρῶτες Κυριακές, δηλαδή 1. Τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, 2. Τοῦ Ἀσώτου, 3. Τῆς Ἀπόκρεω καί 4. Τῆς Τυρινῆς ἀποτελοῦν τό πρῶτο τμῆμα, πού κατά τήν γνώμη μου εἶναι μία προπαρασκευαστική, τρόπον τινα, περίοδος, πού προετοιμάζει τούς πιστούς διά τήν εἰσαγωγή τους  στό δεύτερο τμῆμα, τό ὁποῖο εἶναι γνωστό στήν λειτουργική μας γλῶσσα καί παράδοση ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ ΠΑΣΧΑ. Μερικοί ἀπό τούς εἰδικούς λένε ὅτι ὑπάρχει καί ἕνα τρῖτο μέρος, αὐτό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος. Θέλουν τήν Μεγ. Ἑβδομάδα ξεχωριστή ἀπό τόν κύριο κορμό τοῦ Τριωδίου, παρ’ὅτι συνεχίζεται μέχρι τήν νύκτα τοῦ Μεγ. Σαββάτου ἡ χρήση τοῦ Λειτουργικοῦ Βιβλίου τοῦ Τριωδίου.
          Στό πνευματικό ὁδοιπορικό πού ξεκινήσαμε ἤδη ἀπό τήν ταπεινή μας αὐτή ἠλεκτρονική ἐνημέρωση, θά προχωροῦμε βῆμα-βῆμα, ἀναλύοντες τίς ὑπενότητες αὐτοῦ, δι’αὐτό μετά ἀπό αὐτά λίγα εἰσαγωγικά, εὐθύς ἀμέσως θά ξεκινήσωμε τήν ἀνάλυση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούει στό ὄνομα  Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου.  Ας προχωρήσουμε στήν ἀνάλυση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, γιά νά καταλάβουμε, ὅσον τό δυνατό καλύτερα τά νοήματα αὐτῆς καί νά λάβωμε τά μηνύματα ἐκείνα πού θά μᾶς βοηθήσουν  στήν δική μας πορεία καί διά τήν δική μας πνευμτική προκοπή.


1.    Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου.
Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν στόν Ναό νά προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἧταν Φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος Τελώνης  πού ἐκπροσωποῦν  δύο διαφορετικούς κόσμους. Προβάλλονται  ὡς τύποι ζωῆς πρός ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη. Ὁ φαρισαῖος  εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀντιπροσωπεύει τόν εὐσεβή, τόν δίκαιο στά μάτια τῶν ἀνθρώπων,τῶν γνώστη τοῦ Νόμου, ἀνήκοντας  στήν ἄρχουσα θρησκευτική τάξη. Ὁ  Τελώνης  θεωρεῖται  ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τάξεως τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀνθρώπων πού τό ἐπάγγελμά τους ἦταν συνυφασμένο  μέ τήν ἀρπαγή, τήν βιαότητα, τήν ἀπομύζηση τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ. Τελώνης στήν συνείδηση τοῦ κόσμου εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἄς δοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσεύχονται οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι. Ὁ φαρισαῖος στέκεται στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, σέ περίοπτο θέση καί ἐκφράζει τήν προσευχή του μεγαλόφωνα εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν παρευρισκομένων καί μέσα ἀπό τά λόγια τῆς προσευχῆς του προσπαθεῖ νά παρουσιάσει τόν ἑαυτό του ὠς τόν τέλειο τηρητή τοῦ Νόμου, λέγοντας , ὅτι δέν  εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν τόν τελώνη. Δηλώνει ὅτι νηστεύει δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στόν ναό τό δέκατο τῶν ὑαρχόντων, ὅπως ὥριζε ὁ Νόμος.  Μέ τήν προσευχή του αὐτή ὁ φαρισαῖος ἐπαινεῖ τόν ἑαυτό του. Αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του αὐτάρκη. Δέν τοῦ λείπει τίποτε, μόνο γιά τόν ἑαυτόν του ἔχει νά καυχηθεῖ. Χρησιμοποιεῖ τήν φράση «εὐχαριστῶ τόν Θεό...», ἀλλά στήν οὐσία συγχαίρεῖ τόν ἑαυτόν του, διότι ὑπερέχει τῶν ἄλλων. Κέντρο τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου δέν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του. Αὐτοδικαιώνει τόν ἑαυτόν του καθώς ἀπαριθμεῖ τίς ἀρετές του.   Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ τελώνης ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός του δέν τολμᾷ νά σηκώσει, οὔτε τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό, παρά μόνο τίπτει τό στῆθος καί μόλις καί μετά βίας ψελλίζει λίγες μόνο λέξεις «ὁ Θεός ἰλάσθητί μοι τόν ἁμαρτωλό».
Συμφωνεῖ ἄραγε ὁ Θεός μέ τήν  βεβαιότητα τοῦ φαρισαίου;  Ὄχι, διότι τελικά, ὁπως ἀναφέρεται στήν τελευταῖα φράση τῆς περικοπῆς, δικαιωμένος κατεβαίνει ἀπό τόν ναό ὁ ἁμαρτωλός Τελώνης, διότι ἀπό τόν τρόπο μέ ὁποῖο  τόν προσευχήθηκε δείχνει, ὅτι ἔχει  συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του. Εἶναι ταπεινός ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ὑπερήφανο  φαρισαῖο.
Ἡ  ὑπερηφάνεια  καί ἡ αὐτοδικαίωση ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια, ἐνῶ ἡ ταπείνωση ὁδηγεῖ αὐτόν στήν κατά Θεόν δικαίωση, δικαίωση πού πρέπει νά ἐπιώξουμε γιά νά δικαιωθοῦμε ἀπό τόν Θεό.


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Ο Άγιος Τρύφων,ως προστάτης των αμπελουργών και η ευχή του σε κήπους,αμπελώνες και χωράφια.

31ΙΑΝ

Ο Άγιος Τρύφωνας

Την πρώτη Φεβρουαρίου τιμά η Εκκλησία μας τη μνήμη του Αγίου Τρύφωνα, που έχει καθιερωθεί στην εθιμική λατρεία ως ο προστάτης των αμπελουργών. Ο Άγιος παρουσιάζεται μάλιστα στις νεώτερες λαϊκές αγιογραφίες ως “νέος, αγένειος, σγουρομάλλης, κρατών κλαδευτήρι”, εργαλείο δηλαδή με το οποίο γίνεται η κύρια αμπελουργική εργασία της χρονικής αυτής περιόδου. Πουθενά στο Συναξάριό του δεν αναφέρονται επεισόδια από το βίο ή τα θαύματά του, που να συνδέουν τον Άγιο με το αμπέλι και το κρασί. Πώς συσχετίσθηκε λοιπόν ο Μεγαλομάρτυρας Τρύφωνας με την άμπελο και το μεθυστικό της προϊόν

Ο Άγιος Τρύφωνας γεννήθηκε στη Λάμψακο, παραλιακή πόλη της Φρυγίας, και μαρτύρησε το 249 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους ήταν ο Δέκιος, στη Νίκαια της φρυγικής Βιθυνίας. Η περιοχή ήταν ξακουστή για τους αμπελώνες της όπως και όλα τα παράλια της Προποντίδας. Εκεί βρίσκονταν πόλεις που φημίζονταν για την αφθονία των κρασιών τους:
η Ραιδεστός, η Κύζικος και η περιοχή της Βιθυνίας με τα κρασιά της Τρίγλειας, της Κίου, της Νίκαιας.
Ο Άγιος πολιούχος της Νίκαιας συνδέεται λοιπόν καταρχήν με την άμπελο και τον οίνο λόγω …προέλευσης από περιοχή παραγωγής οίνων ποιότητος, αφού λίγες ήταν οι βυζαντινές επαρχίες, που μπορούσαν να καυχηθούν για τον οίνο τους τόσο όσο οι περιοχές της Προποντίδας.
Η θέση της γιορτής του στον ετήσιο κύκλο πρέπει να έπαιξε επίσης ρόλο στην καθιέρωση του Αγίου ως προστάτη των αμπελουργών. Παρόλο που το αμπέλι “κοιμάται”, γυμνό από τσαμπιά, άνθη, φύλλα και χλωρούς βλαστούς, ο Φεβρουάριος αποτελεί κρίσιμη καμπή στο βλαστικό του κύκλο. Είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία αρχίζει παραδοσιακά η σημαντικότερη ίσως αμπελουργική φροντίδα, το κλάδεμα.
Το κλάδεμα είναι τεχνική εργασία για την οποία οι αμπελουργοί δηλώνουν ότι χρειάζεται πείρα, μαστοριά και γνώση του συγκεκριμένου αμπελώνα. Κλαδεύοντας, ο αμπελουργός επεμβαίνει δυναμικά στο αμπέλι του και ρυθμίζει την ποσότητα άρα και την ποιότητα της παραγωγής του, ενώ καθορίζει αναπόφευκτα τη διάρκεια της ζωής αλλά και την υγιεινή κατάσταση των κλημάτων.
Πανάρχαιες αντιλήψεις για τη βλάστηση και τη γονιμότητα βρήκαν πιθανότατα στέγη στον εορτασμό του Μεγαλομάρτυρα Τρύφωνα, την πρώτη του Φεβρουαρίου. Οι γεωργοί και ειδικά οι αμπελουργοί προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την προστασία των θεϊκών δυνάμεων πριν αρχίσουν το κλάδεμα. Όταν επεκράτησε ο Χριστιανισμός και τα παλιά λατρευτικά στοιχεία απαγορεύτηκαν, εκείνα επιβίωσαν …κουκουλωμένα κάτω από το μανδύα της νέας θρησκείας. Ο Άγιος, εξειδικευόμενος, επωμίσθηκε το ρόλο του προστάτη των αμπελουργών κατά κύριο λόγο. Δέχεται όλες τις ευχές, τις επικλήσεις και τις ιδιαίτερες φροντίδες με τις οποίες προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ευετηρία, την καλή χρονιά, και να προστατέψουν το αμπέλι από τις λογής καταστροφές, που μπορεί να φέρει μια όψιμη παγωνιά, το χαλάζι, ο άνεμος, η δυνατή ή άκαιρη βροχή, κάποια ασθένεια.
Δε φαίνεται πάντως τυχαίο το γεγονός ότι και ο βασικός Γάλλος ομόλογος του Αγίου, ο saint Vincent, εορτάζεται στους γαλλικούς αμπελότοπους την ίδια χρονική περίοδο, στις 22 Ιανουαρίου.
 Η τιμή του Αγίου Τρύφωνα

Ο Άγιος Τρύφωνας λοιπόν, από τη Λάμψακο της Φρυγίας, καθιερώθηκε ως Άγιος προστάτης των αμπελουργών, κρατά κλαδευτήρι και έχει σημαντικές αποτρεπτικές δυνάμεις κατά των ποικίλων εχθρών που ενεργούν βλαπτικά στα αμπέλια, στα δενδροκηπευτικά και τους αγρούς:
αντίξοες καιρικές συνθήκες, ασθένειες, έντομα, κάμπιες αλλά και ποντικοί υποχωρούν μπροστά του, εφόσον βέβαια του αποδοθούν οι προσήκουσες τιμές.
Ονομαστικά αναφέρονται στον Εξορκισμό του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος μεταξύ των …“κακούργων θηρίων των αδικούντων την άμπελον, την χώραν τε και τον κήπον : Κάμπη, Σκώληξ, Σκωληκοκάμπη, Σκάνθαρος, Βρούχος, Ακρίς, Επίμαλος, Καλιγάρις, Μακρόπους, Μύρμηξ, Φθειρ, Ρυγίτης, Ψυλλίτης, Καυσοκόπος, Ερυσίβη, Κοχλοί, Ψαλίτης και ει τι άλλο προσφυσούν και μαραίνον τον καρπόν της σταφυλής και των λοιπών ειδών και λαχάνων”.

Η λαϊκή παράδοση συνδέει τον Άγιο με τα αμπέλια και τους αμπελουργούς μέσω ευρύτατα διαδεδομένης στο βαλκανικό χώρο αφήγησης. Σύμφωνα με μια παραλλαγή ο Άγιος Τρύφωνας κλάδευε το αμπέλι του αδιαφορώντας για τις αντίθετες υποδείξεις της Παναγίας και έκοψε τη μύτη του. Η φράση – κλειδί “κλαδεύω έτσι κι όχι έτσι, είπε κι έκοψε τη μύτη του” συνοδεύεται από χειρονομία χαρακτηριστική της τεχνικής του κλαδέματος, χωρίς την οποία ο ακροατής αδυνατεί να αντιληφθεί πώς ακριβώς ακρωτηριάσθηκε ο Άγιος. Με αυτήν την “τεχνολογική αφήγηση” εξηγείται η λατρευτική αποχή από την εργασία στ’ αμπέλια που τηρούν όλοι οι αμπελουργικοί πληθυσμοί.
Την απαγόρευση εκφράζουν ρητά οι Στενημαχίτες: “Ας έρθ’ τ’ Αϊ Τρύφου η μέρα πρώτα, κι απέει πιάν’ς του σβανά στου χέρι σ’”. Η πρώτη του Φεβρουαρίου αποτελεί στη λαΪκή συνείδηση το θεσμοθετημένο χρονικό ορόσημο που σηματοδοτεί την αρχή του κλαδέματος και το οποίο ακολουθούν διαδοχικές αμπελουργικές φροντίδες. Είναι λοιπόν φυσικό να προσπαθούν οι αμπελουργοί να προστατέψουν με κάθε τρόπο το ευαίσθητο αμπέλι τους κατά την τόσο κρίσιμη αυτή χρονική στιγμή.

Ευχή του άγίου Τρύφωνος

Ο Άγιος Τρύφωνας έχει καθιερωθεί ως ο Άγιος προστάτης των αμπελουργών, παρουσιάζεται μάλιστα στις νεώτερες αγιογραφίες να κρατά κλαδευτήρι.
Οι αμπελουργοί της Βόρειας Ελλάδας τιμούν τον Άγιο με πλήθος εθιμικών πρακτικών και γιορτών, τις οποίες επιθυμούν να καταγράψουν οι Δρόμοι του Κρασιού.

Ο εξορκισμός του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος εις κήπους, αμπελώνας και χωράφια
Ὄντός μου ἐν Λαμψάκου κώμη καί τάς χήνας ἐπιμελουμένου καί βόσκοντος, ὀργή κατῆλθεν ἀπό Θεοῦ παντοκράτορος, οὐκ εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον μόνον,  ἀλλά καί εἰς τάς κύκλω περιχώρους, τουτέστιν ὀργή πρός πάσαν ἄμπελον, χώραν τέ καί κῆπον, ἀθρόως τῶν φύλλων καί τῶν καρπῶν βριθομένων, μαραινομένων  καί ἀφανιζομένων. Ὁρῶν οὔν ἐγώ ὁ ἐλάχιστος Τρύφων, οὕτω τηκομένους τούς καρπούς, καί διά ταύτην τήν αἰτίαν δαπανωμένους τούς ἀνθρώπους, τῷ παντελεῖ  ἀφανισμῶ τῶν καρπῶν τῆς γής τῶν τέ χωραφίων, ἀμπέλων, κήπων καί λαχάνων καί παντοίων δένδρων τῷ τοιούτω ὀλέθρω παραδιδόμενων, διά πονηθεῖς ἐδεήθην  πρός τόν Κύριον καί Θεόν μου, τοῦ γενέσθαι ἀφανῆ πάντα τά θηρία, τά πρός ἀδικίαν καί φθοράν ὑπάρχοντα τῶν τέ κήπων καί χωραφίων, καί ἀμπέλων,  καί παντοίων δένδρων τέ καί λαχάνων καί μάλιστα τῶν τήν κώμην ἔκεινην οἰκούντων τῆς παρακείμενης λίμνης, καί πρός ὑπόκλησιν, καί προόσκλησίν μου παραγενομένων.
Καί δή εἰς προσευχήν κλίναντός μου τό γόνυ, καί τάς χείρας πρός τόν Θεόν ἐκπετάσαντος, ὁ εἰσακούων τῶν εἰς αὐτόν πεποιθότων Θεός, αὐτός ἑξαπέστειλεν  ἐξ ἑτοίμου κατοικητιρίου αὐτοῦ Ἄγγελον, τοῦ πατάξαι πᾶν φύλον καί πᾶν γένος κακούργων θηρίων τούτων τά ὀνόματα σαφῶς ἐπιστάμενος, οἴα κάμπη, σκώληξ,  σκωληκοκάμπη, σκάνθαρος, βροῦχος, ἀκρίς, ἐπιμέλος καλιγάρις, μακροπούς, μύρμηγξ, φθείρ, ρυγίτης, ψυλλίτης καυλοκόπος, ἐρυσίβη, κοχλοί, ψαλίτης,  καί εἴτε ἄλλο προσφυσῶν καί μαραῖνον τόν καρπόν τῆς σταφυλῆς, καί τῶν λοιπῶν εἰδῶν καί λαχάνων, οὐ μήν δέ, ἀλλά καί αὐτός ἐγώ ὄρκω ταῦτα ἐδέσμουν,  τοῦ μηκέτι τούς τόπους τῶν ἐμέ προσκαλουμένων ἐπιβαίνειν τούτοις καί διατρίβειν, ἀλλ’ ἐπί ἀβάτων τόπων ἐπέταξα ἀπελθεῖν.
Ὁ δέ ὅρκος τοιοῦτος ἔστιν.
Ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τῶν ἅγιων πολυομμάτων Χερουβίμ, καί τῶν ἑξαπτερύγων Σεραφίμ, τῶν ἱπταμένων κύκλω τοῦ θρόνου, καί κραζόντων τό Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ,  εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, Ἀμήν. Ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τῶν ἅγιων Ἀγγέλων, καί πάσης Δυνάμεως, καί τῶν μυρίων μυριάδων, καί χιλίων χιλιάδων, τῶν φόβω πολλῶ ἱσταμένων  κατενώπιόν της δόξης Κυρίου, μή ἀδικήσητε τήν ἄμπελον, μήτε τήν χώραν, μήτε τόν κῆπον τῶν δένδρων τέ καί λαχάνων τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (δεῖνος), ἀλλά ἀπέλθετε  εἰς τά ἄγρια ὅρη, εἰς τά ἄκαρπα ξύλα, εἰς ἅ ἐχαρίσατο ὑμίν ὁ Θεός τήν καθημερινήν τροφήν. Ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος Χρίστου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ
καί Σωτηρός ἠμῶν, δί’ οὗ καί ἡ σωτηρία ἐδόθη ἠμίν καί ἀπολύτρωσις καί ὑπέρ οὗ μέλλομεν ἀποθνήσκειν, μή ἀδικήσητε μήτε τήν χώραν μήτε τήν ἄμπελον, μήτε τόν κῆπον,  μήτε πᾶν δένδρον κάρπιμον τέ καί ἄκαρπον, ἤ φύλλον λαχάνων ἀδικήσητε, ἐκ τοῦ περιορισμοῦ καί τόπου τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (δεῖνος), εἰ δέ παρακούσητέ μου,  καί παραβῆτε τόν ὅρκον, ὄν ὤρκισα ὑμᾶς, οὐκ ἔχετε πρός ἐμέ τόν ταπεινόν καί ἐλάχιστον Τρύφωνα, ἀλλά πρός τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, καί Ἰσαάκ, καί Ἰακώβ,
τόν ἐρχόμενον κρίναι ζώντας καί νεκρούς.
Διό, καθώς προεῖπον ὑμίν, ὑπάγεται εἰς τά ἄγρια ὅρη καί εἰς τά ἄκαρπα ξύλα. Εἰ δέ μή ἀκούσητέ μου, ἰκετεύειν μέλλω τόν φιλάνθρωπον Θεόν, τοῦ ἀποστεῖλαι  τόν Ἄγγελον αὐτοῦ τόν ἐπί τῶν θηρίων, καί σιδήρω καί μολύβδω δήσει ὑμᾶς καί ἀποκτενεῖ, ἀνθ’ ὧν τούς ὅρκους καί τήν προσευχήν ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ ἠθετήσατε Τρύφωνος, ἀλλά καί οἱ στρουθοί, πεμπόμενοι δί’ ἐμῆς προσευχῆς καταφάγονται ὑμᾶς.
Ἔτσι ὁρκίζω ὑμᾶς κατά τοῦ μεγάλου Ὀνόματος, τοῦ ἐπί τῆς πέτρας ἐπιγραφέντος, καί μή βαστασάσης, ἀλλά διαρραγείσης, ὡσεί κηρός ἀπό προσώπου πυρός.
Ἐξέλθετε ἐκ τῶν καθ’ ἠμᾶς, εἰς οὖς προεῖπον ὑμίν τόπους ἀβάτους καί ἀνύδρους, καί ἀκάρπους, ἐξέλθετε ἀπό τοῦ τόπου καί περιορισμοῦ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ,  τῶν κάμε προσκαλουμένων εἰς βοήθειαν αὐτῶν καί ἀντίληψιν καί σωτηρίαν, ἴνα καί ἐν τούτοις δοξασθῆ τό πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,  καί αἵ προσευχαί, καί αἵ αἰτήσεις τοῦ ταπεινοῦ Τρύφωνος ἐκπληρωθῶσιν. Ὅτι τῷ Θεῶ πρέπει δόξα, κράτος, εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ο έξορκισμός ούτος είναι τμήμα του εν τώ Εύχολογίω έξορκισμού του Αγίου Τρύφωνος, του oποίου παραλλαγήν έδημοσίευσεν ό Pradel, ενθ. άν. 11, 15 κέ. καί δύο άλλας παραλλαγές ό Almazov έν Jahrbuch. der Hist.-Phil. Gesellschaft bei der k. Neurussischen Univ. zuOdessa VI Byzant Abt. Ill Odessa 1896 σ. 380-432, περί ών καί ό Kurz έν τη βιβλιοκρισία αύτού ΒΖ VII 206, όστις θεωρεί τον έξορκισμόν απόκρυφον ώς καί ό εκδότης του Ευχολογίου Goar.
Πηγή: Στίλπ. Κυριακίδου. Κυπριακαί επωδαί
Πηγή: «Ο Άγιος Τρύφων», Εκδόσεις «Ορθόδοξου Τύπου»

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014



Ἀπολυτίκιον Ἦχος α' 

Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας∙ τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τούς τὴν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας∙ Βασίλειον τὸν μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλώτταν χρυσορρήμονι∙ πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν∙ αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ὑμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσιν.



Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Λίγες σκἐψεις-εὐχές γιά τό νέο ἔτος 2014
        Mᾶς ἀξιώνει καί πάλι ὁ καλός Θεός νά ἀρχίζουμε μία νέα χρονιά καί καλούμεθα νά τήν ἀξιοποιήσωμε κατἀλληλα, ἀνάλογα μέ τά χαρίσματα πού εἴμαστε προικισμένοι ἀπό Ἐκεῖνο, τό μεγάλο Διδάσκαλο καί δημιουργό μας προκειμένου καί ἐμεῖς νά ὀφεληθοῦμε, ἀλλά καί νά βοηθήσωμε καί ἄλλους συνανθρώπους μας.
             Οἱ καταστάσεις πού βιώνουμε καθημερινά δέν μᾶς τιμοῦν καί τόσο, πρέπει νά καταβάλωμε προσπάθεια γιά νά ἀλλάξωμε τόν ῥοῦν τόν πραγμάτων. Νά ξεπηδήσει σάν τήν σπίθα πού εἶναι κρυμμένη στήν στάχτη ἡ ἐλπίδα  γιά μία νέα ἀρχή στήν ζωή μας. Μία ζωή γεμάτη χαρά, γαλήνη καί ἀγαλλίαση πού αὐτά μόνο ὁ Χριστός τά παρέχει. Μᾶς ἔλειψαν γιατί ἦτο ἀπών ὁ Χριστός Πρέπει νά γυρίσωμε πίσω σ' Ἐκεῖνο πού μᾶς περιμένει μ' ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά. Νά ξαναβροῦμε τόν δρόμο μας καί νά ἔρθει τό χαμόγελο στά σφραγισμένα ἀπό ἀπόγνωση χείλη τῶν ἀπέλπιδων ἀνθρώπων. Νά γελάσουν καί πάλι οἱ ἄνθρωποι καί νά πλημμυρίσει ἡ πονεμένη καρδιά ἀπό αἰσιοδοξία μέ τό φέγγος τῆς αὐγῆς πού ἄρχισε καί πάλι νά προβάλῃ. Νά χαροῦμε καί πάλι, διότι ἕνας Θεός γίνεται ἄνθρωπος γιά νά μᾶς τραβήξῃ πρός τά ἄνω, στόν Μεγαλόπρεπο Θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας. Ἕνας Θεός ἔρχεται στήν γῆ ὡς νήπιο καί ταπεινώνεται γιά ὑψωθοῦμε ἐμεῖς, γιά νά ἀποκατασταθῇ ὁ ἄνθρωπος "ὅπου ἦν τό πρότερον".
Χρόνια πολλά, ἀδελφοί μου, Χρόνια καλά μέ εἰρήνη, γαλήνη καί ἀγάπη, Χρόνια γεμάτα Χριστό, γιά νά ἀποκτήσῃ πραγματικό νόημα ἡ ζωή. Τό 2014 πού μόλις ἀνέτειλε  νά εἶναι γεμάτο χρηστές ἐλπίδες γιά τό καλό ὅλου τοῦ κόσμου.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011



Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Ευχαριστία προς τον Θεόν

Συμεών ο Νέος Θεολόγος


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε ουρανού και γης που με προώρισες προ καταβολής κόσμου να έλθω από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Σ' ευχαριστώ γιατί, πριν φθάσει η μέρα και η ώρα, που πρόσταξες να γεννηθώ, εσύ ο μόνος αθάνατος, ο μόνος παντοδύναμος, ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, κατέβηκες από το ύψος του αγίου κατοικητηρίου σου, χωρίς να απομακρυνθείς από τους πατρικούς κόλπους, σαρκώθηκες και γεννήθηκες από την Αγία Παρθένο Μαρία. Έτσι με ανέπλασες, με ζωοποίησες, μ' ελευθέρωσες από την προπατορική πτώση και μου προετοίμασες την άνοδο στους ουρανούς. Έπειτα σαν γεννήθηκα και μεγάλωσα λίγο, με ανακαίνισες με το άγιο της αναπλάσεως βάπτισμα, με στόλισες με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, μου χάρισες φύλακα Άγγελο φωτεινό και με διαφύλαξες άτρωτο από τα έργα και τις παγίδες του πονηρού, μέχρι που ενηλικώθηκα.

Έκρινες όμως δίκαιο να σωζόμαστε όχι με την βία αλλά με την δική μας προαίρεση, γιατί θέλησες να τιμηθώ κι'εγώ με το αυτεξούσιο και να σου φανερώνω αυτοπροαίρετη την αγάπη μου με την τήρηση των εντολών σου. Αλλά εγώ ο αχάριστος και καταφρονητής, επειδή λογίστηκα την τιμή της αυτεξουσιότητος σαν το άλογο που λύθηκε από τα δεσμά, αποσκίρτησα από την πατρική σου εξουσία και ρίχτηκα στο γκρεμό. Κι ενώ κοιτόμουν και κυλιόμουν εκεί ο αναίσθητος και συντριβόμουν όλο και περισσότερο, δεν με αποστράφηκες και δεν μ' άφησες να κοίτομαι και να μολύνομαι από το βόρβορο. Με σπλαχνίστηκες, έστειλες και μ' έβγαλες από κει, με τίμησες λαμπρότερα και με λύτρωσες με τα άρρητα κρίματά σου από βασιλείς και άρχοντες, που ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν σαν ευτελές σκεύος στην υπηρεσία των θελημάτων τους. Δώρα χρυσά και αργυρά, αν και ήμουν φιλάργυρος, δεν μ' άφησες να δεχθώ. Τις δόξες και τις τιμές του κόσμου, που μου πρόσφεραν για να προδώσω τον αγιασμό σου, μ' αξίωσες να τις καταφρονήσω.

Όμως όλες αυτές τις ευεργεσίες --σου εξομολογούμαι, Κύριε και Θεέ του ουρανού και της γης-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ο άθλιος σε λασπερό λάκκο αισχρών εννοιών και πράξεων. Κι όταν εκεί κατρακύλισα, αιχμαλωτίστηκα απ' αυτούς που στο σκοτάδι είναι κρυμμένοι. Από κει ούτε εγώ μόνος, αλλ' ούτε ο κόσμος ολόκληρος, αν μαζευόταν, μπορούσε να με βγάλει και να με γλυτώσει από τα χέρια τους.

Ήμουν λοιπόν φυλακισμένος ελεεινά κει κάτω. Μ' έσερναν άθλια εδώ και κει, με σύμπνιγαν και με περιγελούσαν. Αλλά συ, ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν μ' εγκατέλειψες, δεν μνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου και δεν μ' άφησες για πολύ να τυραννιέμαι εκούσια από τους νοητούς ληστές. Εγώ αιχμάλωτος σ' αυτούς χαιρόμουν από την πολλή μου αναισθησία. Εσύ όμως Κύριε δεν υπέφερες να με βλέπεις περίγελο των δαιμόνων, αλλά με σπλαγχνίστηκες και μ' ελέησες. Και δεν έστειλες σε μένα τον αμαρτωλό και άθλιο ούτε Άγγελο ούτε άνθρωπο. Εσκυψες εσύ ο ίδιος, κινούμενος από τα σπλάγχνα της αγαθότητός σου, στο βαθύτατο λάκκο του βορβόρου που ήμουν βυθισμένος. Άπλωσες το άχραντό σου χέρι, χωρίς εγώ να σε βλέπω -άλλωστε πώς θα μπορούσα να σε δω έτσι που ήμουν βουτηγμένος και πνιγμένος στο βόρβορο; μ' άρπαξες από τα μαλλιά και με τράβηξες από εκεί με βία. Εγώ ένιωθα τον πόνο και την ορμητική κίνηση προς τα πάνω, αγνοούσα όμως ολότελα ποιος με τραβάει και μ' ανεβάζει.

ΟΤΑΝ με ανέσυρες και μ' έστησες στη γη, μ' εμπιστεύθηκες στον δούλο και μαθητή σου. Ήμουν όλος ρυπαρός, με τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα φραγμένα από τον βόρβορο, γι' αυτό ούτε τώρα σ' έβλεπα, ποιος είσαι. Ενιωθα μόνο ότι είσαι αγαθός και φιλάνθρωπος, αφού με λύτρωσες από εκείνο τον βαθύτατο λάκκο και τον βόρβορο. Μου είπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου και ακολούθησε τον άνθρωπο τούτον. Αυτός θα σε πλύνει και θα σε καθαρίσει». Μου χάρισες ακλόνητη εμπιστοσύνη σ' αυτόν και χάθηκες χωρίς να ξέρω πού πήγες.
Κατά την προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ακολούθησα σταθερά αυτόν που μου υπέδειξες. Με οδηγούσε στις βρύσες και τις πηγές με πολύ κόπο, γιατί ήμουν τυφλός. Τον κρατούσα γερά με το χέρι της πίστεως που μου έδωσες, αναγκαζόμενος ν' ακολουθώ πίσω του. Εκείνος, που έβλεπε καλά, υπερπηδούσε όλες τις πέτρες, τους λάκκους και τις παγίδες, ενώ εγώ σκόνταφτα κι'έπεφτα υποφέροντας πολλούς πόνους, κακώσεις και θλίψεις. Εκείνος σε κάθε πηγή και βρύση νιβόταν και λουζόταν, ενώ εγώ που δεν έβλεπα, τις πιο πολλές φορές τις προσπερνούσα. Αν δεν μ' έπιανε από το χέρι να με στήσει δίπλα στην πηγή, δεν θα μπορούσα ποτέ να βρω την βρύση με το νερό. Μα κι όταν με καθοδηγούσε και πολλές φορές μ' άφηνε για να νιφτώ, μαζί με το καθαρό νερό έπαιρνα στις παλάμες μου λάσπη και βόρβορο, που υπήρχαν κοντά στην πηγή, μολύνοντας έτσι το πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας να βρώ την πηγή, συμπαρέσυρα τα χώματα και ανατάραζα τον βόρβορο, και ολότελα τυφλός, μολύνοντας το πρόσωπο με τον βόρβορο, νόμιζα πως πλένομαι με καθαρό νερό.

Πώς πάλι να περιγράψω τον κόπο και την βία που μου προξενούσαν όλα αυτά; Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και όσοι καθημερινά αντιδρούσαν και με συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τι ματαιοπονείς σαν ανόητος και ακολουθείς αυτόν τον εμπαίκτη και πλάνο, προσδοκώντας ματαίως και ανώφελα ν' αναβλέψεις; Τώρα πιά είναι αδύνατο! Τι τον ακολουθείς σκοντάφτοντας και ματώνοντας τα πόδια σου; Γιατί δεν ακολουθείς καλύτερα ανθρώπους ελεήμονες, που παρακαλούν να σε αναπαύσουν και να σε θρέψουν και να σε περιποιηθούν; Αποκλείεται πια να θεραπευθείς από την ψυχική λέπρα και να δεις το φως σου. Πού βρέθηκε τώρα θαυματουργός αυτός ο εμπαίκτης να σου τάζει πράγματα ακατόρθωτα σε όλους τους ανθρώπους της παρούσης γενεάς; Αλοίμονο! Θα χάσεις και αυτή την θεραπεία που σου προσφέρουν οι φιλόχριστοι και φιλάδελφοι και συμπονετικοί άνθρωποι και τις κακουχίες και θλίψεις θα υπομείνεις για μάταιες ελπίδες και όσα σου υπόσχεται ο απατεώνας αυτός και πλάνος, αναμφίβολα, δεν πρόκειται να τα αποκτήσεις. Τι μπορεί να κάνει αυτός; Δεν το συλλογίζεσαι και μόνος σου, χωρίς να σου το πούμε εμείς; Τι φαντάζεσαι; Εμείς όλοι δεν βλέπομε; Ή είμαστε τυφλοί, όπως σου λέει αυτός ο πλανεμένος; Όλοι μας βλέπομε καλά και δεν υπάρχει άλλη όραση ανώτερη απο τη δική μας. μην απατάσαι».
Αλλά σύ ο ελεήμων και εύσπλαγχνος μ' έσωσες από αυτούς τους πραγματικά απατεώνες και πλάνους με την πίστη και την ελπίδα που μου χάρισες, ενισχύοντάς με να υπομείνω κι όσα προανέφερα κι άλλα πολλά.

ΕΤΣΙ, καρτερικά και σταθερά υπομένοντας όλα αυτά κάθε μέρα ψηλαφητά με θολό νερό κατά δύναμη πλενόμουν και λουζόμουν, όπως μ' εδίδασκε ο Απόστολος εκείνος και μαθητής σου. Ώσπου κάποτε που κατευθυνόμουν τρέχοντας προς την πηγή, μου φανερώθηκες στον δρόμο πάλι εσύ ο ίδιος, εσύ που προ καιρού από τον βόρβορο με είχες ανασύρει. Και τότε για πρώτη φορά με την άχραντη αίγλη του προσώπου σου άστραψες στα ασθενικά μου μάτια, ώστε το λίγο φως που νόμιζα πως έχω, το έχασα κι αυτό, κι έτσι δεν μπόρεσα να σε αναγνωρίσω. Και πώς θα μπορούσα να σε δω ή να σε γνωρίσω ποιός ήσουν, αφού ούτε την αίγλη του προσώπου σου δεν μπόρεσα ν' ατενίσω, ούτε να γνωρίσω και να κατανοήσω; Από τότε λοιπόν δεν απαξίωνες ο ανυπερήφανος να κατεβαίνεις συχνότερα προς εμένα, καθώς βρισκόμουν σ' αυτήν την πηγήν. Αλλά ερχόσουν και κρατώντας μου το κεφάλι, το βύθιζες στα νερά και μ' έκανες να βλέπω καθαρώτερα το φως του προσώπου σου. Ευθύς όμως χανόσουν, χωρίς να μ' αφήνεις να καταλάβω ποιος ήσουν εσύ που τα έκανες αυτά ή από πού ήρθες και πού πηγαίνεις. Αλλά ούτε και τώρα ακόμη μου δίνεις να το καταλάβω. Έτσι, ερχόμενος και φεύγοντας για αρκετό χρόνο, λίγο λίγο μου φανερωνόσουν όλο και καλύτερα, μ' έλουζες στα νερά και μου χάριζες να βλέπω περισσότερο και καθαρώτερο φως.

Αφού το έκανες αυτό για πολύ χρόνο, με αξίωσες κάποτε να δω ένα φοβερό μυστήριο: Καθώς ερχόσουν και μ' έπλενες με τα νερά, όπως μου φαινόταν, και μ' έλουζες και με βύθιζες πολλές φορές μέσα σ' αυτά, είδα τις αστραπές που με περιέλαμπαν και τις ακτίνες του προσώπου σου που αναμίχθηκαν με τα νερά, και βλέποντας να λούζομαι με φωτόμορφο νερό έμεινα εκστατικός. Δεν ήξερα όμως από πού ερχόταν ούτε ποιος μου το πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν να λούζομαι αυξάνοντας στην πίστη, πετώντας με τα φτερά της ελπίδος και ανεβαίνοντας μέχρι τον ουρανό. Κι εκείνους τους πλάνους, που μου ψιθύριζαν τα λόγια της απάτης και του ψεύδους, τους μισούσα πολύ και τους λυπόμουν για την πλάνη τους και δεν συναναστρεφόμουν ούτε συνομιλούσα καθόλου μ' αυτούς, αλλά απέφευγα ακόμα και να τους βλέπω, για να μη βλαφθώ. Τον συνεργό και βοηθό μου όμως, δηλαδή τον άγιο μαθητήν και απόστολό σου, τον τιμούσα και τον σεβόμουν, όπως εσένα, τον πλάστη μου. Τον αγαπούσα ολόψυχα, έπεφτα στα πόδια του νύχτα και μέρα και τον παρακαλούσα «ό,τι μπορείς βοήθησέ με», με την βεβαιότητα ότι κοντά σου όσα θέλει τα μπορεί.

Έτσι περνούσα με την χάρη σου για αρκετό καιρό, όταν είδα πάλι ένα φοβερό μυστήριο: Με πήρες και με ανέβασες μαζί σου στους ουρανούς (δεν ξέρω αν ήμουν με το σώμα ή χωρίς το σώμα, εσύ μόνο ξέρεις, που το έκανες). Έμεινα αρκετή ώρα μαζί σου. Θαύμασα το μεγαλείο της δόξης -αγνοώ όμως ποιά και τίνος ήταν αυτή η δόξα- θαμπώθηκα από το ύψος κι έμεινα εκστατικός. Αλλά και πάλι μ' άφησες μόνον στην γη, όπου στεκόμουν προτύτερα και βρέθηκα να θρηνώ και να οδύρομαι για την αναξιότητά μου. Μα σε λίγο, ενώ ήμουν στη γη, άνοιξαν πάνω ψηλά οι ουρανοί και μ' αξίωσες να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό σου σαν ήλιο ασχημάτιστο. Αλλ' ούτε τότε μ' άφησες να καταλάβω ποιός ήσουν (γιατί πώς θα μπορούσα να σε γνωρίσω, αφού δεν μου μίλησες; Κρύφτηκες αμέσως κι εγώ τριγυρνούσα αναζητώντας σε, αν και δεν σε γνώριζα, και ποθούσα να δω την μορφή σου και να γνωρίσω καλά ποιος ήσουν. Γι' αυτό από τον πολύ πόθο και της αγάπης σου την φλόγα έκλαιγα ασταμάτητα, μη γνωρίζοντας ποιός είσαι εσύ που μ' έφερες από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, με λύτρωσες από τον βόρβορο κι' έγινες για χάρη μου όλα όσα προείπα.

Έτσι λοιπόν, πολλές φορές μου φανερώθηκες και πολλές φορές πάλι χωρίς να μιλήσεις, μου κρύφθηκες και δεν σ' έβλεπα καθόλου. Έβλεπα τις αστραπές και την αίγλη του προσώπου σου να με περικυκλώνουν συνεχώς, όπως κάποτε μέσα στα νερά, αλλ' αδυνατούσα ολότελα να τις συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλά σε είδα κάποτε. Και νομίζοντας ο ανόητος ότι είσαι άλλος, ζητούσα με δάκρυα πάλι να σε δώ.

Καταπίεζα λοιπόν τον εαυτό μου με πολύ λύπη και θλίψη και στενοχώρια και λησμόνησα ολότελα όλο τον κόσμο και τα εγκόσμια, μα και τον ίδιο τον εαυτό μου, μη βάζοντας στο νού μου ότι υπάρχει τίποτε ορατό ή σκιά ή οτιδήποτε άλλο. Τότε ήταν που εσύ ο ίδιος, ο αόρατος, ο αψηλάφητος και άπιαστος μου φανερώθηκες. Ένιωσα να μου καθάρεις τον νου, να μου πλαταίνεις το οπτικό της ψυχής και να μ' αξιώνεις να βλέπω όλο και πιο πολύ την δόξα σου. Έβλεπα πως και συ ο ίδιος όλο και περισσότερο μεγαλώνεις και λάμποντας πλαταίνεις πιο πολύ. Αισθανόμουν σιγά-σιγά να έρχεσαι και να με πλησιάζεις, καθώς υποχωρούσε το σκοτάδι, όπως μας συμβαίνει πολλές φορές και με τα αισθητά: όταν π.χ. η σελήνη φέγγει στον ουρανό και τα σύννεφα μοιάζουν να περπατούν, τότε μας φαίνεται πως η σελήνη τρέχει πολύ γρήγορα, ενώ στην πραγματικότητα δεν αυξάνει καθόλου την συνηθισμένη της ταχύτητα, ούτε αλλάζει την αρχική της πορεία. Έτσι και συ Δέσποτα, φαινόσουν να έρχεσαι ο ακίνητος και να μεγαλώνεις ο αναλλοίωτος και να παίρνεις μορφή ο ασχημάτιστος.
Όταν ένας τυφλός αρχίζει σταδιακά να βρίσκει το φως του και να διακρίνει την μορφή του ανθρώπου και να περιγράφει λίγο-λίγο πώς είναι, δεν μεταποιείται ούτε μεταβάλλεται η ίδια η μορφή. αλλά όσο καθαρίζεται η οπτική δύναμη των οφθαλμών του, τόσο βλέπει την μορφή του ανθρώπου όπως είναι, γιατί ολόκληρη τυπώνεται στην οπτική αίσθηση και μέσω αυτής εισχωρεί, αποτυπώνεται και χαράζεται σαν σε πίνακα στη νοερή και μνημονευτική δύναμη της ψυχής. Έτσι ακριβώς και συ μου φανερώθηκες, αφού τέλεια καθάρισες το νου μου με το λαμπρό φως του Αγίου Πνεύματος. Βλέποντας πια ο νους μου διαυγέστερα και καθαρώτερα, νόμιζα ότι από κάπου βγαίνεις και φαίνεσαι λαμπρότερος. Μου αποκάλυψες τότε χαρακτήρα ασχημάτιστης μορφής και μ' έβγαλες έξω από τον κόσμο (μπορώ να πω και από το σώμα, γιατί δεν μου έδωσες να το κατανοήσω ακριβώς). Άστραψες λοιπόν και μου φάνηκε πως φανερώθηκες όλος σε όλον εμένα, που έβλεπα πια καλά. Σου είπα.
-Ώ Δέσποτα, ποιός να είσαι;
Τότε μ' αξίωσες για πρώτη φορά, τον άσωτο, ν΄ακούσω την φωνή σου. Μου μίλησες με πολλή προσήνεια και μου είπες:
-Εγώ είμαι ο Θεός, που έγινα άνθρωπος για σένα. Με αναζήτησες μ' όλη σου την ψυχή. γι' αυτό από τώρα και στο εξής θα είσαι αδελφός και φίλος και συγκληρονόμος μου!
'Εκπληκτος, έκθαμβος κι έντρομος εγώ, λίγο καταλάβαινα και μονολογούσα:
-Τι θέλει άραγε η δόξα αυτή κι λαμπρότητα η μεγάλη; Και πώς και από πού εγώ αξιώθηκα τέτοια αγαθά;
Κατάπληκτος, με την ψυχή φοβισμένη και την δύναμη παραλυμένη αναρωτιόμουν:
-Ποιός είμαι εγώ Δέσποτα ή τι καλό έπραξα ο άθλιος και ταλαίπωρος, για να με καταστήσεις άξιον τέτοιων αγαθών και συμμέτοχο και συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ενώ σκεφτόμουν ότι αυτή η δόξα και χαρά ξεπερνάει το νου, εσύ ο Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ' εμένα σαν φίλος με φίλο, μου είπες με το πνεύμα που μιλούσε εντός μου:
-Αυτά σου τα δώρησα μόνο για την πρόθεση, την προαίρεση και την πίστη σου. Κι άλλα ακόμη θα σου δωρήσω. Γιατί τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού πλάστηκες από μένα γυμνός, ώστε να το λάβω και να σου δώσω αντί για εκείνο αυτά; Αν βέβαια δεν ελευθερωθείς από την σάρκα, δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο.
Εγώ ρώτησα τότε:
-Αλλά τι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο απ' αυτό μπορεί να υπάρχει; Εμένα μου αρκεί να είμαι έτσι και μετά τον θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος είσαι, μου είπες, που αρκείσαι σ' αυτά! Αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι το ίδιο σαν ένα ουρανό που τον ζωγράφισες στο χαρτί και τον κρατάς στα χέρια σου. Οσο αυτός υστερεί από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασύγκριτα περισσότερο θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα απ' αυτήν που βλέπεις τώρα.

Λέγοντας αυτά σώπασες και λίγο-λίγο ο καλός και γλυκός δεσπότης κρύφτηκες από τα μάτια μου, είτε επειδή εγώ απομακρύνθηκα από σένα, είτε επειδή συ έφυγες από κοντά μου, δεν ξέρω. Τότε ήρθα πάλι στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου επέστρεψα, και μπήκα στο πρώτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπόν το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, καθώς περπατούσα, καθόμουν, έτρωγα, έπινα, προσευχόμουν κι έκλαιγα ζώντας μέσα σε ανέκφραστη χαρά που σε γνώρισα, τον Ποιητή των απάντων. Και πώς να μη χαιρόμουν; όμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθούσα έτσι να σε ξαναδώ. Κάποτε λοιπόν που πήγα να ασπασθώ την εικόνα εκείνης που σε γέννησε κι' έπεσα να την προσκυνήσω, πριν σηκωθώ, μου φανερώθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που την μετέβαλες σε φως. Τότε κατάλαβα ότι σ' έχω μέσα μου συνειδητά. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα αναπολώντας στην μνήμη μου εσένα και τα σχετικά με σένα, αλλά πίστεψα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσένα, την ενυπόστατη αγάπη, γιατί η αληθινή αγάπη είσαι σύ, ο Θεός.

Σ' αυτή την πίστη φυτεύθηκε η ελπίδα, ποτίστηκε με την μετάνοια και τα δάκρυα, λαμπρύνθηκε με τις ελλάμψεις του φωτός σου κι έτσι ριζώθηκε κι αυξήθηκε πολύ. Έπειτα, συ ο ίδιος, ο καλός τεχνίτης και δημιουργός ήλθες με την μάχαιρα των πειρασμών, δηλαδή με την ταπείνωση και κόβοντας τα κλωνάρια των λογισμών που είχαν ανέβει πολύ ψηλά, μπόλιασες στην ελπίδα μόνη την αγία σου αγάπη σαν σε μια ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπόν μέρα με τη μέρα ν' αυξάνει και να μου μιλάει συνεχώς,-ή μάλλον συ δι' αυτής να με διδάσκεις και να με περιλάμπεις- ζω με τόση χαρά, σαν να είμαι ήδη πάνω από κάθε πίστη και ελπίδα, καθώς φωνάζει ο Παύλος
"Αυτό που ηδη βλέπει κανείς,
Ποιος λόγος υπάρχει να το ελπίζει;"
Αν λοιπόν εγώ σε έχω, τι περισσότερο να ελπίζω;
Μου είπες πάλι Δέσποτα:
-Άκουσέ με. καθώς βλέπεις τον ήλιο μέσα στα νερά, τον ίδιον όμως τότε καθόλου δεν τον βλέπεις, αφού είσαι σκυμμένος κάτω, έτσι να σκέφτεσαι και γι' αυτό που σου συμβαίνει. Ασφάλιζε τον εαυτό σου και φρόντιζε συνεχώς να με βλέπεις εντός σου καθαρά και ζωηρά, όπως τον ήλιο στα καθαρά νερά. Κι' έπειτα θ' αξιωθείς, καθώς σου είπα, να με δείς έτσι μετά τον θάνατον. Ει δε μη, όλος ο κύκλος αυτών των έργων και κόπων και λόγων σου δεν θα σε ωφελήσουν καθόλου. Μάλλον θα σε καταδικάσουν περισσότερο και θα σου προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, επειδή καθώς ξέρεις,
"οι δυνατοί θα εξετασθούν δυνατά".
Γιατί η φτώχεια δεν είναι αιτία ντροπής τόσο γι' αυτόν που γεννήθηκε φτωχός ούτε η λύπη που προξενεί τον λυπεί αυτόν τόσο, όσο εκείνον που, αφού πλούτησε και δοξάσθηκε και υψώθηκε κι έγινε φίλος με τον επίγειο βασιλέα, έπειτα εξέπεσε απ' όλα αυτά και κατάντησε σε παντελή φτώχεια. Αν και οι αναλογίες δεν είναι ίδιες ανάμεσα στα επίγεια και ορατά και στα πνευματικά και αόρατα. Σ' αυτούς δηλ. που για κάποια αιτία ξέπεσαν από τη φιλία και την δουλεία του επιγείου βασιλέως, επιτρέπεται να είναι κύριοι των υπαρχόντων τους και να τ' απολαμβάνουν και να ζουν. Αν όμως εκπέσει κανείς από τη δική μου αγάπη και φιλία, δε μπορεί καθόλου να ζήσει -γιατί η ζωή του είμαι εγώ -αλλά ευθύς γυμνώνεται απ' όλα και παραδίνεται αιχμάλωτος στους δικούς μου και δικούς του εχθρούς. Εκείνοι τον παραλαμβάνουν και λόγω της προηγουμένης αγάπης ευνοίας και αγάπης που είχε προς εμένα, του επιτίθενται με μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας και περιπαίζοντάς τον.

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιά μου, πιστεύω κι'εγώ σε σένα τον Θεό μου, πως πράγματι έτσι είναι και προσπέφτοντας σε θερμοπαρακαλώ.

Φύλαξέ με τον αμαρτωλό κι ανάξιο που ελέησες, και το βλαστάρι της αγάπης σου που μπόλιασες στο δένδρο της ελπίδας μου στήριξέ το με τη δύναμή σου, να μην το σαλέψουν οι άνεμοι, να μην το συντρίψει η καταιγίδα, να μην το σπάσει κανένας εχθρός, να μην το κάψει ο καύσωνας της αμελείας, να μην ξεραθεί από τη ραθυμία και τους μετεωρισμούς, να μην εξαφανισθεί ολοκληρωτικά από την κενοδοξία. Ξέρεις εσύ που μου το χάρισες και μου το φύτεψες αυτό, πως εξαιτίας του είμαι αβοήθητος από κάθε άνθρωπο, αφού τον συνεργό και βοηθό μου και δικό σου απόστολο, καθώς εσύ θέλησες, τον χώρισες σωματικά από μένα.
Ξέρεις εσύ την ασθένειά μου, ξέρεις καλά την ταλαιπωρία και την μεγάλη αδυναμία μου. Γι' αυτό λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιο πολύ από δω και μπρος, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ' όλη μου την καρδιά πέφτω στα πόδια σου ικετεύοντας εσένα, που μου φανέρωσες τόσες ωραιότητες. Στερέωσε στην αγάπη σου την ψυχή μου και δώσε να ριζώσει βαθιά στην ψυχή μου η αγάπη σου, για να είσαι, σύμφωνα με την άχραντη κι' άγια κι' αψευδή σου επαγγελία, εσύ μέσα σε μένα κι εγώ να υπάρχω μέσα σε σένα. Η αγάπη σου θα με σκεπάζει κι εγώ θα την σκεπάζω και θα την φυλάω εντός μου, θα με βλέπεις Δέσποτα μέσα σ' αυτήν κι εγώ θ' αξιώνομαι να σε βλέπω μέσα απ' αυτήν, τώρα μεν σαν σε καθρέπτη και αμυδρά, καθώς είπες, ενώ τότε, σ' όλη την αγάπη όλον εσένα που είσαι αγάπη κι έτσι μας αξίωσες να σε ονομάζουμε, γιατί σε σένα πρέπει κάθε ευχαριστία, κράτος, τιμή και προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων. Αμήν